σουμπλιμέ

σουμπλιμέ
σουμπλιμέ, το και σουμπλιμές, ο
(λ. γαλλ.), είδος αντισηπτικού, διχλωριούχος υδράργυρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουμπλιμέ — το, και σουμπλιμές, ο, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τού διχλωριούχου αργύρου, χημικής ένωσης με αντισηπτικές, αντιπαρασιτικές και αντισυφιλιδικές ιδιότητες, αλλ. άχνη υδραργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sublime «άχνη, εξάχνισμα, σκόνη υδραργύρου», μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

  • σουλιμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. δηλητήριο (σουμπλιμέ). 2. είδος καλλυντικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”